Απληστία ★★★★½

Greed / Δράμα. Σκηνοθεσία: Erich von Stroheim. Σενάριο: June Mathis, Erich von Stroheim, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Frank Norris, «McTeague». Πρωταγωνιστούν: Gibson Gowland, Zasu Pitts, Jean Hersholt. ΗΠΑ. 1924. Διάρκεια: 140′.


«Όταν είδα την ταινία για πρώτη φορά, ήταν σαν να έβλεπα ένα πτώμα μέσα σε νεκροταφείο. Το βρήκα μέσα στο στενό του φέρετρο, γεμάτο στάχτες και φοβερά βρόμικο. Βρήκα ένα αδύνατο κομμάτι από τη ραχοκοκαλιά κι ένα κοκαλάκι της πλάτης. Και, φυσικά αρρώστησα…». Τα παραπάνω λόγια δεν ανήκουν σε κάποιον κακεντρεχή κριτικό κινηματογράφου της εποχής, αλλά στον ίδιο τον σκηνοθέτη της ταινίας, ο οποίος ουδέποτε συμβιβάστηκε με τη δίωρη εκδοχή της MGM, που προβλήθηκε και προβάλλεται μέχρι σήμερα στους κινηματογράφους.

Η αρχική έκδοση της Απληστίας άγγιζε τις δέκα ώρες. Μετά το πρώτο μοντάζ του Stroheim, η διάρκειά της μειώθηκε στο μισό. Το στούντιο (MGM) όμως, σίγουρο πως οι πέντε ώρες θα κουράσουν το κοινό και δεν θα έχει εμπορική επιτυχία, προσλαμβάνει μοντέρ για να τη μειώσει στις δύο ώρες. Η ταινία ακρωτηριάζεται, το αρνητικό με τις υπόλοιπες οκτώ ώρες καταστρέφεται. Η αντίδραση του Stroheim ήταν οργισμένη και παροιμιώδης, όπως άλλωστε και η στάση του στούντιο, το οποίο κουρασμένο από τα «καμώματα» του ιδιόρρυθμου Αυστριακού, ουσιαστικά τον εξώθησε στην ανεργία και λίγα χρόνια αργότερα τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ευρώπη.

Η ιστορία της Απληστίας, είναι η ιστορία τριών ανθρώπων της εργατικής τάξης, τριών ανθρώπων που υποκινούμενοι από πάθη ορμέμφυτα, οδηγήθηκαν στην απόλυτη εξαχρείωση. Ο MacTeague (Gibson Gowland), ένας εμπειρικός οδοντίατρος και πρώην χρυσοθήρας, ερωτεύεται την Trina (Zasu Pitts), την οποία διεκδικεί και ο φίλος του Marcus (Jean Hersholt). O Marcus υποχωρεί κι έτσι ο MacTeague και η Trina παντρεύονται. Όταν η Trina, κερδίσει ένα τεράστιο ποσό στη λοτταρία τότε, οι τρεις φίλοι θα βρεθούν στη δίνη των παθών τους.

Βασισμένη σε μυθιστόρημα του Frank Norris, η Απληστία αποτελεί μια ταινία-σχόλιο για τα ανθρώπινα πάθη. Η επικυριαρχία του χρυσού πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η προδοσία, η αυταρχικότητα, η βία και σε τελική ανάλυση τα πιο ποταπά ανθρώπινα ένστικτα, συνθέτουν τον κινηματογραφικό καμβά του δημιουργήματος αυτού. Ο κόσμος που σκιαγραφεί ο Stroheim είναι ζοφερός, χωρίς ελπίδα, χωρίς μέλλον για τους ήρωες. Εκείνοι αν και φαίνεται να έχουν επίγνωση της μοίρας τους, ωθούμενοι από τα πάθη τους, οδηγούνται με τη θέλησή τους στο χαμό.

Έργο νατουραλιστικό, γυρισμένο κατά το μεγαλύτερό του μέρος σε φυσικό περιβάλλον, έναν αιώνα περίπου μετά τη δημιουργία του, ξεχωρίζει με την πρωτοτυπία του. Στην Απληστία, το καδράρισμα, για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, αποκτά προοπτική, για να εξελιχθεί δεκαεπτά χρόνια αργότερα, από τον Όρσον Γουέλς, σ’ αυτό που ονομάστηκε «βάθος πεδίου». Η σεκάνς του γάμου του MacTeague και της Trina, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη δυνατότητα που παρέχει η εστίαση βάθους (έστω και σε νηπιακό στάδιο). Εντός του δωματίου τελείται το μυστήριο του γάμου, αλλά ο θεατής δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από το παράθυρο όπου περνά μία νεκρώσιμη πομπή και με την χρήση του αντιστικτικού μοντάζ, ο σκηνοθέτης προοικονομεί όχι μόνο την τραγική μοίρα του ζεύγους αλλά και όλων των ηρώων εν γένει. Ο Stroheim, ηθελημένα υιοθετεί τον απόλυτο ρεαλισμό, τόσο στην απεικόνιση της βίας, όσο κυρίως στον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετεί τους ηθοποιούς του, από τους οποίους αφαιρεί την όποια υποκριτική μανιέρα είχαν επιβάλλει μέχρι τότε τα βωβά κινηματογραφικά πρότυπα.

Ακρωτηριασμένο κατά τα τρία πέμπτα και για το λόγο αυτό και κάπως απότομο στην αφηγηματική του ροή, η Απληστία ακόμα κι αν φαντάζει- ας μου επιτραπεί ο παραλληλισμός- σαν την Γκουέρνικα χωρίς τον ταύρο και το άλογο, δεν παύει ν’ αποτελεί σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου για τις καινοτομίες της αλλά κυρίως και για την ρεαλιστική αποτύπωση των πιο βίαιων ανθρώπινων ενστίκτων.

Εις το επανιδείν._ Μ.Β.