A SCANNER DARKLY του Richard Linklater

A scanner darkly / Επιστημονικής φαντασίας. Σενάριο: Richard Linklater, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Philip K. Dick. Πρωταγωνιστούν: Keanu Reeves, Winona Ryder, Robert Downey Jr., Woody Harrelson. Η.Π.Α. 2006. Διάρκεια: 100′.

(3,5/5)

Αμερική 7 χρόνια μετά…Ο μυστικός αστυνομικός Bob Arctor (Reeves), η πραγματική ταυτότητα του οποίου παραμένει καλά κρυμμένη ακόμα και για τους ανωτέρους του,  έχει διεισδύσει σε μια ομάδα νεαρών ναρκομανών. Σκοπός του είναι να ανακαλύψει αυτούς που διακινούν την επικίνδυνη ναρκωτική ουσία Θ. Όταν όμως λάβει από τους προϊσταμένους τους την εντολή να παρακολουθεί τους «φίλους» του και κατ’ ουσία τον εαυτό του, τα πράγματα περιπλέκονται…

Πέντε χρόνια μετά το αμφιλεγόμενο «Waking life», ο Richard Linklater επαναλαμβάνει το πείραμα του «interpolated rotoscoping», δηλαδή της μεθόδου με την οποία οι ηθοποιοί μετατρέπονται σε animation φιγούρες. Αυτή τη φορά όμως ευτύχισε, μια και ως υπόβαθρο είχε τη νουβέλα του «πατέρα της επιστημονικής φαντασίας» Philip K. Dick. Ο Dick έγραψε το μυθιστόρημα το 1971 (εκδόθηκε το 1977) σε μια περίοδο που ήταν βυθισμένος στις αμφεταμίνες κι έτσι σε όλο το έργο κυρίαρχη είναι η παράνοια. Ωστόσο όπως ο ίδιος αποκαλύπτει σε μια συνέντευξή του στο Συνέδριο του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας το 1977, το βιβλίο είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό «κατηγορώ» της αμερικάνικης κυβέρνησης και των μεθόδων που χρησιμοποιούσε (παρακολουθήσεις ατόμων) για να χαλιναγωγήσει τα άτομα και ουσιαστικά να τα μετατρέψει σε άβουλα πιόνια στα συνηθισμένα παιχνίδια εξουσίας.

H προσπάθεια του Linklater είναι αξιοθαύμαστη αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι η δεύτερη μόλις προσπάθεια μεταφοράς μυθιστορήματος του Dick στη μεγάλη οθόνη (είχε προηγηθεί το Blade runner που αποτελούσε μεταφορά του μυθιστορήματος Do androids dream of electric sheep?). Αλλά ταυτόχρονα πολλά ήταν και τα εχέγγυα της επιτυχίας αν αναλογιστεί κανείς πόσα διηγήματα του Dick έχουν γίνει κινηματογραφικές επιτυχίες (Total recall, Minority report, Screamers, Impostor, Paycheck, Abre los ojos ή το remake του, Vanilla sky).

 

Αναρωτιέμαι όμως αν η ταινία είχε γίνει πριν την 11 Σεπτεμβρίου του 2001 θα είχε την ανάλογη επιτυχία ή για να το θέσω καλύτερα θα μπορούσε να οδηγήσει το μυαλό σε άλλες σκέψεις; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Και εξηγούμαι…

Ο διαρκής αγώνας κατά των ναρκωτικών θυμίζει έντονα τη σταυροφορία Μπους εναντίον της τρομοκρατίας. Το «σύστημα» δηλαδή όλοι αυτοί που ουσιαστικά κινούν τα νήματα πίσω από τις κυβερνήσεις έχει θέσει ως στόχο τον αφανισμό των «κακών» (τώρα είναι οι τρομοκράτες Άραβες, παλιότερα οι κομμουνιστές στο Χόλυγουντ κλπ). Κι όσο το «σύστημα» εντέχνως αποτυγχάνει να ξετρυπώσει τους «κακούς» τόσο καταπατά τις ελευθερίες του ατόμου. Όταν όμως έχουν καεί και τα τελευταία εγκεφαλικά κύτταρα από την πνευματική και μη «πρέζα» είναι δυνατόν να σε απασχολεί που οι ανώτεροί σου επιδίδονται σε κυνήγι μαγισσών, αρνούμενοι να κοιτάξουν στον καθρέφτη για να βρουν τον ένοχο; Σε απασχολεί πως θα πάρεις την «πρέζα» σου! Στο έργο ο πρωταγωνιστής το λέει ξεκάθαρα η ουσία Θ. σημαίνει ουσία Θάνατος. Αλλά δεν πρόκειται για  βιολογικό θάνατο αλλά για πνευματικό και ψυχικό κατά πολύ πιο επώδυνο από το βιολογικό.

Έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση των θυγατέρων του Dick, o Linklater κατάφερε (κατά δήλωση των ιδίων) να μεταφέρει όσο πιο πιστά γινόταν το βιβλίο επί της μεγάλης οθόνης. Η ιδέα της χρωματισμένης απεικόνισης του φιλμ (άραγε το μεταφράζω σωστά;) λειτουργεί απολύτως ευεργετικά απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη ταινία κι αυτό γιατί με το συγκεκριμένο τρόπο ο Linklater καταφέρνει να χτίσει ένα εικονικό σύμπαν, μία εικονική πραγματικότητα όπως αυτή που βιώνουν οι ήρωες. Το εύρημα της απεικόνισης της «θολούρας» (στολής με την οποία επιτυγχάνεται η αλλαγή εκατοντάδων προσωπείων σε κλάσματα δευτερολέπτου για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητα του αστυνομικού – καταδότη) είναι εξαιρετικό. Η κοινωνική κριτική αγγίζει κόκκινο και ο Linklater παίρνει όλο το χειροκρότημα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει πλέον προσωπικότητα και προσπαθεί μεταχειριζόμενος διάφορα προσωπεία να ανταπεξέλθει στις κοινωνικές του συναναστροφές. Μα όταν ακόμη και αυτές τις λίγες στιγμές που το άτομο θα προσπαθήσει να απεκδυθεί το προσωπείο πίσω από το οποίο κρύβεται και να εγείρει πάνω του ένα είδωλο που σαν φοίνικας θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του παλιού του εαυτού, πάντα θα υπάρχει ο καθοδηγητής που θα το ωθήσει ξανά στον «ορθό δρόμο».

Η όλη παραγωγή της ταινίας διήρκεσε περίπου 18 μήνες αν και ο Linklater υπολόγιζε τους μισούς. Το αποτέλεσμα, πιστεύω, δικαίωσε τον κόπο σκηνοθέτη και τεχνικών. Η ταινία δε σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και δίχασε κοινό και κριτικούς.  Μ.Β.

Η ΤΙΜΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ του Lindsay Anderson

This sporting life / Κοινωνική. Σενάριο: David Storey, βασισμένο στο  ομότιτλο μυθιστόρημα του ίδιου. Πρωταγωνιστούν: Richard Harris, Rachel Roberts. Αγγλία 1963. Διάρκεια: 134′.

(4/5)


Ο Φρανκ (Richard Harris) εργάζεται ως ανθρακωρύχος και ταυτόχρονα προσπαθεί να γίνει επαγγελματίας παίκτης του ράγκμπι με σκοπό να αποκτήσει χρήματα και δόξα. Τις φιλοδοξίες του δε φαίνεται να τις συμμερίζεται η Μάργκαρετ (Rachel Roberts), νεαρή χήρα, στο σπίτι της οποίας διαμένει.

Μεταπολεμική Αγγλία και ο βρετανικός κινηματογράφος εστιάζει στη μεταφορά επί της μεγάλης οθόνης κλασικών λογοτεχνικών έργων. Ο Ντέιβιντ Λιν με τα αξεπέραστα Όλιβερ Τουίστ και Μεγάλες προσδοκίες και ο Μάικλ Πάουελ με τα εξαιρετικά  Κόκκινα Παπούτσια δημιουργούν απίστευτο ρεύμα και συμπαρασύρουν  στο διάβα τους πλείστους άλλους παραγωγούς και σκηνοθέτες. Όλα αυτά όμως μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’50. Τότε εμφανίστηκε μία ομάδα νέων σκηνοθετών με επικεφαλή κάποιον απόφοιτο της Οξφόρδης που άκουγε στο όνομα Lindsey Anderson. Σκοπός τους να αναδείξουν, στην αρχή με μικρού μήκους ταινίες τεκμηρίωσης, τα προβλήματα της βρετανικής κοινωνίας και κυρίως της βρετανικής εργατικής τάξης. Αργότερα η ομάδα αυτή προχωρά ένα βήμα πιο πέρα δημιουργώντας τις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας, πάντα όμως με την ίδια θεματική. Αυτή η κίνηση των νεαρών σκηνοθετών ονομάστηκε free cinema, εξαιτίας μιας προβολής τριών ταινιών μικρού μήκους υπό αυτό τον τίτλο, έγινε όμως γνωστή κυρίως για τον επαναστατικό και ρεαλιστικό τρόπο κινηματογράφησης. Μία λοιπόν από τις σημαντικότερες ταινίες αυτού του ρεύματος είναι και η Τιμή ενός ανθρώπου, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη Lindsay Anderson.

Η τιμή ενός ανθρώπου είναι ένα σπαραχτικό δράμα. Μέσα από τη ρεαλιστική «ματιά» του Anderson παρατηρούμε τον Φρανκ να ονειρεύεται την επιτυχία, να ονειρεύεται τον έρωτα και να κάνει τα πάντα για να τ’ αποκτήσει. Κι όταν τελικά τ’ αποκτά, είναι έτοιμος να τα διαλύσει, γιατί ο Φρανκ είναι γέννημα – θρέμμα της τάξης του, ένας φτωχός ανθρακωρύχος από το Γιορκσάιρ και τίποτα παραπάνω. Είναι αυτό που θέλησαν οι άλλοι να είναι. Είναι ένας Άγγλος εργάτης που γίνεται έρμαιο των Άγγλων αστών αλλά και των δικών του παθών. Όταν όμως το καταλαβαίνει είναι αργά. Όταν καταλαβαίνει ότι είναι ένα γρανάζι σε μια καλοδουλεμένη επιχείρηση θεάματος, δεν υπάρχει επιστροφή.

Από την άλλη η Μάργκαρετ προσκολλημένη ακόμα στον αποθανόντα σύζυγό της αρνείται όχι μόνο ν’ αγαπήσει αλλά και ν’ αγαπηθεί. Δεν θέλει να προδώσει την αγάπη στον άντρα της. Αλλά όταν τα συναισθήματα της φτάσουν στο σημείο που δεν έχει επιστροφή τότε είναι που κάνει και το συμβιβασμό με τον εαυτό της, ένα συμβιβασμό όμως που η κοινωνία αρνείται να δεχθεί.

Ο Anderson διαχειρίζεται άριστα το σενάριο του συγγραφέα David Storey και μας οδηγεί με αργά αλλά σταθερά βήματα σε μια έκρηξη συναισθημάτων και σε ένα λυτρωτικό φινάλε, εφάμιλλο αρχαίας τραγωδίας. Κινηματογραφεί με σκληρό ρεαλισμό το αστικό – βιομηχανικό περιβάλλον της αγγλικής επαρχίας είτε μέσα σε σκοτεινά δωμάτια είτε μέσα σε λάσπη. Εκεί δηλαδή που ζουν και δουλεύουν οι Άγγλοι εργάτες. Τέλος καταφέρνει να αποσπάσει από το πρωταγωνιστικό δίδυμο εκπληκτικές ερμηνείες. Ο Richard Harris κέρδισε το βραβείο ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και τιμήθηκε με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Η ερμηνεία του σε πολλά σημεία θυμίζει κάτι από τη βίαιη ερμηνεία του Μπράντο στα έργα του Καζάν, χωρίς όμως κανενός ίχνους μιμητισμού.

Η ταινία όταν προβλήθηκε προκάλεσε πολλές αντιδράσεις λόγω κυρίως κάποιων βίαιων και ωμών, για την εποχή, ερωτικών σκηνών. Ωστόσο από όλους τους κριτικούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και πιο χαρακτηριστικές ταινίες του κινήματος.  Μ.Β.

Sherlock Holmes αλά… James Bond

Κάτι από James Bond, Matrix (!) αλλά και 4 σωματοφύλακες με τον Robert Downey Jr σε ρόλο D’ Artagnan να προσπαθεί να αποφύγει την «επίθεση» της Rachel McAdams – Milady, θυμίζει το trailer της νέας ταινίας του Guy Ritchie, απογοητεύοντας όσους ονειρεύονταν έναν πιο σκοτεινό Holmes.

Περιμένοντας ως τα Χριστούγεννα (που θα βγει στις αίθουσες) για να διαψευστούμε, θα βλέπουμε τη σειρά ταινιών του Sherlock Holmes με τον Basil Rathbone.

 

Μακριά ★★★

Uzak / Κοινωνική.

Σκηνοθεσία: Nuri Bilge Ceylan. Σενάριο: Nuri Bilge Ceylan. Πρωταγωνιστούν: Muzaffer Ozdemir, Emin Toprak. Τουρκία 2002. Διάρκεια: 110′

uzak1

Ο Γιουσούφ άνεργος νέος, αφήνει πίσω τη ζωή του χωριού και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη πόλη για ν’ αναζητήσει δουλειά. Εκεί θα τον φιλοξενήσει ο ξάδελφος του ο Μαχμούτ, φωτογράφος που απεχθάνεται τις κοινωνικές επαφές.

Από τη μία ο άνθρωπος της πόλης, ο Μαχμούτ, μόνος, απόμακρος, αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους συνανθρώπους του για να βρεθεί στο τέλος παγιδευμένος σε μια ζωή που και ο ίδιος δεν επιθυμεί. Έχει ξεπουλήσει όνειρα κι ιδανικά και καταλήγει απομονωμένος στο διαμέρισμά του με μοναδική παρέα φαντάσματα του παρελθόντος. Από την άλλη ο άνθρωπος του χωριού, ο Γιουσούφ, ο γεμάτος ελπίδες νέος, που ονειρεύεται μόνο τη φυγή, το ταξίδι στη θάλασσα. Καθημερινά έρχεται σε επαφή με την αφιλόξενη πλευρά της πόλης. Η περιδιάβαση των άδειων δρόμων και των πολύβουων κτιρίων δεν έχει γι’ αυτόν αποτέλεσμα. Με μαθηματική ακρίβεια τα όνειρά του οδηγούνται στο βυθό της ήρεμης θάλασσας του Μαρμαρά. Τέλος η Κωνσταντινούπολη , τόπος συνάντησης και συγκατοίκησης των δύο, άσπιλη μες στη λευκότητα του χιονιού να στέκει αφιλόξενη, μοναχική, όπως και οι ήρωές μας.

Ο Nuri Bilge Ceylan αποφεύγοντας να παρουσιάσει ξεκάθαρα κάθε είδους ανθρώπινης επαφής εντός κάδρου, κινηματογραφώντας σ’ ένα χιονισμένο τοπίο τους μοναχικούς περιπάτους των πρωταγωνιστών αλλά και σκοπίμως περιορίζοντας το λόγο στα απολύτως απαραίτητα, επιτείνει το αίσθημα μοναξιάς που αποπνέει η όλη συμπεριφορά των δύο ηρώων. Το γνωρίζει καλά κι ο ίδιος ότι δεν θα μπορέσει να κινηματογραφήσει την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου όπως ο Αντιονιόνι Παραμένει όμως πιστός στο στυλ του Ιταλού δημιουργού. Ο κορυφαίος σύγχρονος Τούρκος σκηνοθέτης υιοθετεί λοιπόν τη μοντέρνα οπτική και τους αργούς ρυθμούς που τόσο ταιριάζουν στην ανατολίτικη φιλοσοφία, κινηματογραφώντας τη μοναξιά με τέτοιο τρόπο που από λεπτό σε λεπτό περιμένεις την έκρηξη συναισθημάτων, η οποία όμως προς απογοήτευση όλων τελικά δεν έρχεται.  Μ.Β.

ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ Ο ΜΠΑΛΤΑΖΑΡ του Robert Bresson

Au hasard Balthazar / Σινεφίλ. Σενάριο: Robert Bresson. Πρωταγωνιστούν: Anne Wiazemski, Francois Lafarge, Philippe Asselin. Γαλλία 1966. Διάρκεια: 95′

(5/5)

Η ιστορία του Μπαλταζάρ, ενός γαϊδουριού, από τη γέννηση του ως το μαρτυρικό του θάνατο.

Μέσα από μια σειρά τραγικών γεγονότων όπως ο θάνατος ενός παιδιού, οι οικονομικές δυσκολίες μιας οικογένειας, η κακοποίηση ενός άδολου κοριτσιού που το μόνο που ζητούσε ήταν η αγάπη, ο φόνος ενός απόκληρου της ζωής που ξαφνικά του χαμογέλασε η τύχη, αντιλαμβανόμαστε την έννοια του Κακού ως κάτι το απόλυτα φυσικό.
Ο Μπαλταζάρ αναδεικνύεται σε παρατηρητή της ανθρώπινης παραφροσύνης και των παθών. Θαρρείς πώς όλο τον πόνο που συγκεντρώνει ο κάθε άνθρωπος, τον κουβαλά στις πλάτες του το δύσμοιρο γαϊδουράκι. Ταυτόχρονα ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά υπομένοντας τη βάναυση συμπεριφορά του εκάστοτε αφεντικού του αλλά και των νέων που τον τυραννούν, για να βρει στο τέλος το θάνατο που αρμόζει σε κάθε σωτήρα, ήρεμο και γαλήνιο σ’ ένα λιβάδι. Από την άλλη το alter ego του Μπαλταζάρ, η Μαρί, που η ζωή της τόσο ομοιάζει με τη δική του, φαίνεται αδύναμη να αντιδράσει στην εξουσία του Αρσενικού με όποια μορφή κι αν αυτό παίρνει, είτε δηλαδή είναι ο αυστηρών αρχών πατέρας είτε ο νεαρός αλήτης είτε τέλος ο στερημένος από σαρκικές απολαύσεις γέρος. Κι η Μαρί δοκιμάζει την κακία των άλλων μόνο που για ‘κείνη δεν υπάρχει λύση. Σε μια ανδροκρατούμενη κοινότητα η συμπεριφορά της είναι παράταιρη. Είναι για όλους ένοχη και πρέπει να πληρώσει…
Ο Μπρεσόν δημιουργεί ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα άκρως ρεαλιστικό, με έμφαση στα χονδροειδή αντικείμενα και στις απλές καθημερινές ανθρώπινες στιγμές. Ήρωάς του ένα ζώο που αδυνατεί να εκφράσει οποιοδήποτε συναίσθημα. Αυτή η ηθελημένη απουσία εκδήλωσης κάθε είδους συναισθήματος από τον πρωταγωνιστή της ταινίας, έχει ένα και μόνο σκοπό, να μας επικοινωνήσει ο σκηνοθέτης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το μήνυμά του. Το κακό βρίσκεται παντού, βρίσκεται μέσα μας. Ο άνθρωπος είναι ικανός για τις χειρότερες πράξεις.
Το αριστούργημα του Γάλλου καλλιτέχνη με τις 13 ταινίες στα 40 χρόνια καριέρας, μετατρέπεται από απλή περιγραφή των περιπετειών ενός ζώου σε μια πραγματεία για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο σκηνοθέτης αφήνοντας στην άκρη σκηνοθετικά τρικ και εντυπωσιασμούς, μας μαγεύει κάνοντας αυτό που πολλοί συνάδελφοί του αγνοούν… Κινηματογραφεί.  Μ.Β.

 

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΡΕΙ του Abbas Kiarostami

Bad ma ra khahad bord / Σινεφίλ. Σενάριο: Abbas Kiarostami. Πρωταγωνιστούν: Behzad Dorani, Noghre Asadi, Roushan Karam Elmi. Ιράν – Γαλλία 1999. Διάρκεια: 118′

(4,5/5)

 

Κινηματογραφικό συνεργείο καταφθάνει σ’ ένα ορεινό χωριό με σκοπό την καταγραφή μιας νεκρικής τελετής. Αντιμετωπίζει όμως ένα σοβαρό πρόβλημα, η υπέργηρη, ετοιμοθάνατη, γυναίκα δε λέει να πεθάνει…

 

Συναντήσεις και γνωριμίες ανολοκλήρωτες, συμβάντα και συζητήσεις ελλειπτικές. Αυτός είναι ο άνθρωπος της πόλης. Βιαστικός και αγχώδης, ανίκανος να φέρει κάτι εις πέρας. Ο Kiarostami μέσα από τη μινιμαλιστική και ρεαλιστική κινηματογραφική οπτική του, αποτυπώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο της πόλης και αυτόν της υπαίθρου.

Πρωταγωνιστής, ένας νωθρός κινηματογραφιστής, ενοχλητικός και αδιάκριτος. Μετέρχεται κάθε είδους μέσο για να πετύχει τους σκοπούς του, αδιαφορώντας για τις σχέσεις με τους συνάνθρωπούς του. Από την άλλη ο άνθρωπος της φύσης που προσωποποιείται σε πέντε διαφορετικούς χαρακτήρες, σε πέντε διαφορετικές συναντήσεις με τον πρωταγωνιστή, έχει ακόμη τη δύναμη να διακρίνει την ομορφιά τριγύρω του, είναι απλός και αγαπά τη φύση, μα πάνω απ’ όλα αγαπά τη ζωή.

Πέντε χαρακτήρες που ο καθένας συμβολίζει και μια πτυχή της ανόθευτης ζωής στην ύπαιθρο. Το παιδί, που ουσιαστικά αποτελεί και τον ξεναγό του ήρωα στο χωριό, είναι η αθωότητα. Η γυναίκα στο καφενείο, η προσωποποίηση της εργατικότητας αλλά και της χαλαρότητας, έννοιες ασυμβίβαστες με τη ζωή στην πόλη. Από την άλλη ο άνδρας που σκάβει ένα πηγάδι στο λόφο, η πίστη σ’ ένα σκοπό έστω κι αδύνατο. Η γυναίκα στο σκοτεινό υπόγειο που δίνει γάλα στον πρωταγωνιστή και το πρόσωπο της οποίας ποτέ δε βλέπουμε, εκφράζει τη συστολή των ανθρώπων του χωριού αλλά και της ανιδιοτέλειας. Ο γιατρός – φιλόσοφος… η σοφία της φύσης.

Ο Kiarostami στήνει ολόκληρη την ταινία στις αντιθέσεις. Από τη μια ο άνθρωπος της πόλης, από την άλλη αυτός της υπαίθρου… Οι φανεροί ήρωες και οι χαρακτήρες που δε βλέπουμε. Οι τελευταίοι, ανίκανοι συναισθηματικά, ενδιαφέρονται μόνο για την επίτευξη του στόχου τους, γι’ αυτό και κινηματογραφικά δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον… Τέλος, η αντίθεση του φωτός με το σκοτάδι. Στο σκοτάδι απαγγέλει ο πρωταγωνιστής το ποίημα, ο τίτλος του οποίου είναι και ο τίτλος της ταινίας, στο φως πραγματώνεται το νόημά του. Μέσα σ’ ένα λιβάδι με στάχυα, ο άνεμος «μεταφέρει» τον ήρωα. Το φως νίκησε. Η αθωότητα και η θέληση για ζωή επιβάλλεται στη σκιά του θανάτου, που ηθελημένα άφησε ο Ιρανός σκηνοθέτης να πλανιέται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.