Οι κυνηγοί ★★★★

Σινεφίλ. Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος. Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Στρατής Καρράς (συνεργασία). Φωτογραφία: Γιώργος Αρβανίτης. Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης. Πρωταγωνιστούν: Βαγγέλης Καζάν, Μπέτυ Βαλάσση, Γ. Δάνης, Μαίρη Χρονοπούλου, Ηλίας Σταματίου, Αλίκη Γεωργούλη, Νίκος Κούρος, Εύα Κοταμανίδου, Στράτος Παχής, Χριστόφορος Κ. Νέζερ, Δημήτρης Καμπερίδης, Λουκάς Χρέλιας, Τάκης Δουκάκος, Βασίλης Τσάγκλος, Γιώργος Τζιφός, Αλέκος Αργυρίου. Ελλάδα. 1977. Διάρκεια: 165′.


Λίμνη Παμβώτιδα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977. Έξι κυνηγοί βρίσκουν το πτώμα ενός αντάρτη μες στα χιόνια. Το αίμα του είναι ακόμα νωπό. Οι κυνηγοί μεταφέρουν το νεκρό στο ξενοδοχείο όπου έχουν καταλύσει. Εκεί, γύρω από το πτώμα του αντάρτη και ενώπιον της τοπικής αρχής, θ’ αρχίσει ένα περίεργο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την Ιστορία, με τα χαμένα ιδανικά και τις χαμένες ευκαιρίες.

Οι Κυνηγοί αποτελούν το τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, με τις Μέρες του ’36 και το Θίασο να προηγούνται. Ολοκληρώνεται έτσι ένας θεματικός κύκλος στο μέχρι τότε έργο του Αγγελόπουλου, μια ενδοσκόπηση στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία από το 1936 έως το 1976.

Κεντρικοί ήρωες της ταινίας, οι έξι κυνηγοί, εκπρόσωποι όλοι τους της αστικής τάξης στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Μπροστά στο άψυχο (;) σώμα του αντάρτη θα στηθεί ένα λαϊκό δικαστήριο. Κατήγορος είναι η Ιστορία και κατηγορούμενοι οι κυνηγοί, οι οποίοι και καλούνται να απολογηθούν για τα λάθη του παρελθόντος, τους συμβιβασμούς τους και τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Εκεί στο χώρο του ξενοδοχείου, στο χώρο της οιονεί ανάκρισης οι κυνηγοί βιώνουν όλα αυτά που διηγούνται περνώντας σε μια άλλη πραγματικότητα, παράλληλη με το τώρα και άμεσα συνδεδεμένη με το χθες. Και ο συμβολισμός με τον νέο χρόνο, η έλευση του οποίου αδυνατεί να σβήσει τα παρελθόντα, ξεκάθαρος.

Κι αυτό το στοιχείο του φανταστικού είναι η πρωτοτυπία στο έργο του Αγγελόπουλου σε σχέση όχι τόσο με τον Θίασο που το φανταστικό έκανε αισθητή την παρουσία του (έστω και ισχνά) μέσω του συγκερασμού ιστορίας και μύθου (των Ατρειδών), όσο με τις Μέρες του ’36 όπου η Ιστορία εμφανίζεται σε καθαρά ρεαλιστικά πλαίσια.

Ο Αγγελόπουλος εδώ, χωρίς σκηνοθετικά τρικ, με επιρροές ξεκάθαρες τόσο από  τον Antonioni όσο κι από τον Bunuel, και με εφόδιο το απαράμιλλο καλλιτεχνικό αισθητήριο του καταφέρνει να συνδέσει το χθες με το σήμερα. Δεν αναζητά τις αιτίες ή τις αφορμές γιατί τις έχει βρει. Η αστική τάξη, που κυβερνά στην Ελλάδα από το ’49 και μετά είναι υπεύθυνη για τα “δεινά” του τόπου. Η αστική τάξη που αδυνατεί όχι να καταλάβει τις επιθυμίες του λαού αλλά ακόμα και να τις ακούσει. Η απουσία του λαού από τα όργανα της εξουσίας (λαοκρατία) αλλά κυρίως η απουσία της ελπίδας αποστερεί απ’ την Ελλάδα να καταπολεμήσει τις παιδικές της ασθένειες. Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται και η αδυναμία του έργου του, η μόνη αδυναμία, καθώς αντιλαμβάνεται την Ιστορία σαν μια διαρκή επανάληψη γεγονότων. Γι αυτό και οι χαρακτήρες στη συγκεκριμένη ταινία ολισθαίνουν συνεχώς στα ίδια παραπτώματα. Για τον Αγγελόπουλο ο αποστάτης θα παραμένει πάντα αποστάτης, σε όλες του τις πράξεις και ο “ανανήψας αριστερός» θα παραμένει ένας προδότης για όλους, αριστερούς και δεξιούς, μετέωρος ανάμεσα σε μια ιδεολογία που ποτέ δεν μπόρεσε να υπηρετήσει και στο ρασιοναλισμό του «σήμερα». Ο σκηνοθέτης αδυνατεί τουλάχιστον σ’ αυτό του το έργο να παραδεχτεί το αυτονόητο, τη μέγιστη ανθρώπινη δύναμη και δυνατότητα, αυτή της αλλαγής.

Παρόλα αυτά οι Κυνηγοί στέκουν εμβληματικοί καθηλώνοντάς μας με την άρτια κινηματογράφηση, τη θεατρικότητά τους αλλά κυρίως με την πρωτοτυπία του θέματος.

Εις το επανιδείν. _ Μ.Β.

Οι Απέναντι (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου ★★★★

Με αφορμή την ιστορία ενός νεαρού, περιθωριακού φοιτητή που παρακολουθεί κρυφά μ’ ένα τηλεσκόπιο τη ζωή της ώριμης παντρεμένης γειτόνισσάς του, ο Πανουσόπουλος κάνει μια βαθιά κινηματογραφική τομή, καθιστώντας εμάς τους θεατές, ηδονοβλεψίες της ελληνικής κοινωνίας των αρχών της δεκαετίας του ’80.

Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες φαινομενικά βρίσκονται στα δύο άκρα, “απέναντι”. Από τη μία ο νεαρός Χάρης εγκλωβισμένος στη νύχτα και στην παρανομία, ένα “φάντασμα” όπως τον αποκαλούν και οι φίλοι του, περιφέρει το σώμα του δεξιά κι αριστερά ανάμεσα στα μπιλιαρδάδικα και την παραλιακή λεωφόρο, επιδιώκοντας να ζήσει τη μεγάλη συγκίνηση. Από την άλλη η ώριμη και όμορφη Στέλλα ζει σ’ ένα τακτοποιημένο αστικό περιβάλλον φροντίζοντας για όλους και για όλα εκτός από τον εαυτό της. Και οι δύο τους χαμένες ψυχές που αναζητούν τον τρόπο να γεμίσουν όχι το χρόνο τους αλλά το ψυχικό τους κενό. Το τηλεσκόπιο του Χάρη, το μέσο που θα τους φέρει πιο κοντά, που θα εκμηδενίσει την απόσταση και που θα δώσει έστω και μια αμυδρή πιθανότητα ύπαρξης σ’ αυτήν την αταίριαστη αγάπη.

Ο Πανουσόπουλος, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του αποδεικνύεται μέγας μάστορας της σκηνοθεσίας. Τοποθετώντας την κάμερα ηθελημένα στο παρασκήνιο, κρυμμένη πίσω από αντικείμενα αλλά και ανθρώπινες φιγούρες, κινηματογραφεί την Ελλάδα του ’80. Την Ελλάδα της βολεμένης αστικής τάξης και της νέας γενιάς που βιώνει μια ξενόφερτη “επαναστατικότητα” καβαλώντας μηχανές, ακούγοντας ροκ και πίνοντας κόκα κόλα, της γενιάς που ασφυκτιά στα καταθλιπτικά διαμερίσματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων και αναζητά λίγο αέρα στις αχανείς λεωφόρους, της γενιάς που αποζητά τη δράση αγνοώντας την αντίδραση, της γενιάς που αποζητά την επαφή (σαρκική ή μη) με όλο της το είναι.

Ένα δημιούργημα ρεαλιστικό και μοντέρνο, ορόσημο μιας ολόκληρης γενιάς και της επανάστασης που ποτέ αυτή δεν έκανε.

Εις το επανιδείν. _Μ.Β.