Όταν πετούν οι γερανοί ★★★★½

The cranes are flying posterLetyat zhuravli/The cranes are flying / Σινεφίλ. Σκηνοθεσία: Mikhail Kalatozov. Σενάριο: Viktor Rozov. Πρωταγωνιστούν: Tatyana Samohlova, Aleksey Batalov, Vasili Merkuryev, Aleksandr Shvorin. ΕΣΣΔ. 1957. A/M. Διάρκεια: 97’.


Λίγες χώρες δοκιμάστηκαν τόσο πολύ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο η Σοβιετική Ένωση. Μετά τη λήξη του πολέμου, ο πόνος και η θλίψη κυρίευσαν τις καρδιές των ανθρώπων για την τεράστια ανθρωποθυσία στο πεδίο των μαχών, αλλά ταυτόχρονα και μια άνευ προηγουμένου ανάταση για την περίλαμπρη νίκη που σημείωσαν κατά του φασισμού. Αυτή η αμφιθυμία όμως, ποτέ δεν αποτυπώθηκε στον κινηματογράφο. Ο πόνος και η θλίψη υποχώρησαν (κινηματογραφικά) μπρος στο μεγαλείο του Στάλιν, που απάλλαξε ολόκληρη την ανθρωπότητα από τα δεινά του ναζισμού. Αυτή  η άκρατη προσωπολατρία, η θεοποίηση του αρχηγού, του ηγέτη, της ιδιοφυΐας, του «πατερούλη», που έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία ως σταλινικός ρεαλισμός, καταδίκασε κάθε προσπάθεια για καλλιτεχνικό νεωτερισμό, για μία διαφορετική κινηματογραφική γλώσσα. Θα έπρεπε λοιπόν, ο σοβιετικός κινηματογράφος, να περιμένει μέχρι το 1953 και το θάνατο του πιο εμβληματικού ηγέτη στη σύντομη ιστορία της ΕΣΣΔ, για να μπορέσει να κάνει τα πρώτα του δειλά βήματα και να απαγκιστρωθεί από αυτές τις εμμονές.

Έτσι, ουσιαστικά μισάνοιξε το παραπέτασμα που άφηνε την καλλιτεχνική πρωτοπορία στο σκοτάδι κι ένας φιλελεύθερος αέρας φύσηξε στον κινηματογράφο. Το «Όταν πετούν οι γερανοί», εντάσσεται ακριβώς σε αυτήν την φιλελεύθερη περίοδο του σοβιετικού σινεμά. Ήταν η δεύτερη χρονικά ταινία, μετά τον «41ο» του Τσουχράι, αλλά το πρώτο αριστούργημα του μετά-σταλινικού κινηματογράφου (για να ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια ο Αντρέι Ταρκόφσκι, ο Αντρέι Κοντσαλόφσκι, ο Έλεμ Κλίμοφ, κ.α.), που αναγνωρίστηκε και από την υπόλοιπη Ευρώπη, κατακτώντας το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών.

Ο Καλατόζοφ, στηρίχτηκε σε μια απλή ερωτική ιστορία. Η Βερόνικα και ο Μπόρις χαίρονται ξένοιαστοι τον έρωτά τους, ώσπου ξεσπά ο πόλεμος. Ο Μπόρις ωθούμενος από έναν ακατανόητο για τον πατέρα του και τη Βερόνικα πατριωτισμό, αποφασίζει να δηλώσει εθελοντής για το μέτωπο. Την ημέρα των γενεθλίων της Βερόνικα αναχωρεί για την πρώτη γραμμή. Οι γονείς της Βερόνικα πεθαίνουν σ’ ένα βομβαρδισμό και αυτή απομένει μόνη και μετέωρη συναισθηματικά. Το κενό του στρατιώτη Μπόρις, έρχεται να το καλύψει ο ξάδερφός του Μαρκ. Κι εκεί που τα πράγματα δείχνουν να έχουν μπει σε μια σειρά, όλα ανατρέπονται.

Ενορχηστρώνοντας την ταινία με ελλειπτικότητα, ταυτόχρονα μ’ έναν άνευ προηγουμένου λυρισμό, ο Καλατόζοφ μας αφήνει ενεούς μπρος στη φαντασμαγορία των στροβιλισμών της κάμερας και των ατελείωτων τράβελινγκ. Τοποθετεί ηθελημένα στον πυρήνα του έργου τη Βερόνικα (εξαιρετική στο ρόλο, η Τατιάνα Σαμοΐλοβα), η οποία αποτελεί κυριολεκτικά την αληθινή εικόνα (vera icon), την αντανάκλαση του σοβιετικού κράτους, του σοβιετικού λαού. Ορφανή, θλιμμένη, πλανημένη, μα πάντα όμορφη και στο τέλος αισιόδοξη για το μέλλον, η Βερόνικα είναι ό,τι είναι και η Σοβιετική Ένωση, ένας φοίνικας που αναγεννήθηκε από τις στάχτες του, δηλαδή με τις θυσίες και τον πόνο του παρελθόντος και του παρόντος και όχι τόσο χάρις στην ευφυΐα ή τη διορατικότητα ενός ηγέτη. Ο αριβίστας και ανεύθυνος Μαρκ ή ο σώφρων Φιοντόρ (ο πατέρας του Μπόρις) δεν μπορούν να της δείξουν το δρόμο. Μόνο ο απλός λαός μπορεί να τη βγάλει από το αδιέξοδο και να την οδηγήσει στην άλλη άκρη του τούνελ.

Κι εδώ ακριβώς έγκειται και η όποια αδυναμία της ταινίας. Η ανικανότητα δηλαδή του Καλατόζοφ να αποφύγει το διδακτισμό για το μεγαλείο του σοβιετικού λαού. Ας μην είμαι όμως υπερβολικός. Ο σκηνοθέτης κατάφερε να παρουσιάσει μία ελκυστική ταινία και ταυτόχρονα απομακρυσμένη από τα στεγανά του σταλινικού ρεαλισμού, χαρίζοντάς μας σκηνές αισθητικού μεγαλείου, όπως αυτή του ανέφικτου αποχαιρετισμού-αποχωρισμού της Βερόνικα και του Μπόρις, η οποία θα επαναληφθεί στο τελευταίο μέρος της ταινίας, όχι όμως σαν σκηνή μιας πολυπόθητης επανένωσης αλλά ενός νέου ξεκινήματος. Σκηνή έντονα ποιητική και ταυτόχρονα βαθιά συμβολική. Η Βερόνικα τόσο στην αρχική όσο και την τελική σκηνή, αναμειγνύεται με το πλήθος και γίνεται ένα μ’ αυτό, γίνεται η ανάκλαση των συναισθημάτων των άλλων, πρώτα του πόνου του αποχωρισμού και μετά της ελπίδας.

Πάνω λοιπόν σε αυτήν την αμφιθυμία, του ψυχικού πόνου και της ελπίδας δομείται η ταινία, υπενθυμίζοντάς μας με τον πλέον εμφατικό τρόπο, πως κάθε τέλος είναι πάντα μια καινούρια αρχή.

Εις το επανιδείν._ Μ.Β.